εξερώ

εξερώ
(I)
–άω / ἐξερῶ (AM)
1. ξερνώ
2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω
αρχ.
1. αδειάζω
2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω
3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες
4. ρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ —όπως και τα απερώ, διερώ— έχει πιθ. ως β' συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ' όψιν το σχόλιο στον Αριστοτέλη: «ἐξεράσω εἰς τὴν γῆν μεταβαλῶ, ἔρα γὰρ ἡ γῆ»].
————————
(II)
–έω / ἐξερῶ (Α) (επικ. τ. τού εξέρομαι)
1. ρωτώ να μάθω
2. ρωτώ κάποιον
3. εξερευνώ
(«κνημοὺς ἐξερέησι καὶ ἄγκεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.)
4. αναζητώ.
————————
(III)
–έω / ἐξερῶ (μέλλ. τού εξαγορεύω)
θα πω καθαρά, με σαφήνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξερῶ — ἐξεράω evacuate pres imperat mp 2nd sg ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐξεράω evacuate pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐξεράω evacuate pres ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ξερῶ — ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres imperat mp 2nd sg ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑξερῶ — ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres imperat mp 2nd sg ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tmesis — Unter Tmesis (gr. τμῆσις Abtrennung) versteht man die „Aufspaltung eines Wortes“.[1] Dies geschieht dadurch, dass zwischen die Bestandteile eines Wortes ein anderes Wort oder eine Wortgruppe eingeschoben wird. Der Begriff Tmesis wird dabei… …   Deutsch Wikipedia

  • διερώ — διερῶ (Α) στραγγίζω, φιλτράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ ( άω) «χύνω έξω, ξεχύνω» (πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εξέραση — ἐξέρασις, η (AM) [εξερώ (I)] μσν. εμετός αρχ. χρωστικό εκχύλισμα …   Dictionary of Greek

  • εξέρασμα — ἐξέρασμα και ἐξέραμα, το (AM) [εξερώ (I)] το ξέρασμα, ό,τι έχει αποβληθεί με εμετό …   Dictionary of Greek

  • εξεραστής — ἐξεραστής, ο (Μ) [εξερώ (I)] αυτός που κάνει εμετό …   Dictionary of Greek

  • ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”